ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek
περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… … Dictionary of Greek
περιδινώ — έω, ΝΜΑ 1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.) 2. πάπ. περιδινούμαι, έομαι υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι (αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν… … Dictionary of Greek
περιστρόβησις — ήσεως, ἡ, Μ [περιστροβώ] περιδίνηση, περιστροφή … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πρωτοπλανήτης — ο, Ν αστρον. υποθετική περιδίνηση σε ένα στροβιλιζόμενο νέφος αερίων ή σκόνης που πρόκειται να εξελιχθεί, μετά από μια διαδικασία συμπύκνωσης, σε πλανήτη κατά τη διάρκεια τού σχηματισμού ενός ηλιακού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
σίφουνας — ο, Ν 1. (μετεωρ.) α) μάζα αέρα, περιστρεφόμενη με μεγάλη ταχύτητα και μετακινούμενη σε ορισμένη επιφάνεια εδάφους με τη μορφή κατακόρυφης στήλης μικρής διαμέτρου, που συμπαρασύρει βίαια κατά την περιδίνησή της προς τα επάνω σκόνη και διάφορα… … Dictionary of Greek
στροβιλισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια τού στροβιλίζω, ταχεία και συνεχής περιστροφή, περιδίνηση 2. (ιδίως για χορό) αδιάκοπο στριφογύρισμα 3. φυσ. αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα 4. γεωλ. κίνηση τών μορίων ενός υδάτινου ρεύματος, τα οποία δεν ακολουθούν… … Dictionary of Greek
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek